σλόγκαν

σλόγκαν
το, Ν
σύντομη και εντυπωσιακή συνθηματική φράση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. slogan < παλαιότερο τ. slogorn < κελτ. sluagh-ghairm «κραυγή στρατιωτών» < sluagh «στρατός» + gairm «κραυγή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σλόγκαν — το (λ. αγγλ.), άκλ., σύντομη και χτυπητή φράση με την οποία προπαγανδίζεται κάποια ιδέα, σύνθημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νιερέρε, Τζούλιους — (Julius Kambarage Nyerere, Mπουτιάμα 1922 –). Τανζανός πολιτικός. Πήρε το δίπλωμα καθηγητή στο πανεπιστημιακό κολέγιο του Mακερέρε και ύστερα το πτυχίο στην τέχνη στο Eδιμβούργο. Aφοσιώθηκε στην πολιτική, παράλληλα με τη διδασκαλία, και συνέβαλε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”